- ἐναλιταίνω
- ἐνᾰλῐταίνω,A = ἀλιταίνω ἐν, [tense] aor. 2
ἐνήλῐτον Q.S.13.400
, 14.436.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐνήλῐτον Q.S.13.400
, 14.436.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναλιταίνω — ἐναλιταίνω (Α) ασεβώ, αμαρτάνω σε κάτι … Dictionary of Greek